σφίξη

σφίξη
η
1) сжимание, сдавливание, стискивание; прижимание; 2) настоятельная необходимость, нужда;

έχω μεγάλες σφίξεις γιά λεφτά — очень нуждаться, быть очень стеснённым в деньгах;

δεν έχουμε και καμμιά σφίξη — нет никакой необходимости, нужды;

3) запор (кишечника);
4) естественная надобность, позыв

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σφίξη" в других словарях:

  • σφίξη — η, Ν βλ. σφίγξη …   Dictionary of Greek

  • σφίξη — η 1.μεγάλη ανάγκη: Έχει σφίξες και ζητάει δανεικά χρήματα. 2. τάση για αποπάτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφίγξη — η / σφίγξις, εως, ΝΜΑ, και σφίξη, Ν [σφίγγω] 1. στερεό δέσιμο, σύσφιγξη, σφίξιμο 2. δυσκοιλιότητα νεοελλ. 1. κάθε είδους στενοχώρια ή ανάγκη, ιδίως οικονομική («έχω μεγάλη σφίξη τελευταία, θα μού δανείσεις το ποσό που σού ζήτησα;») 2. μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • κωλόσφιξη — η κωλοσφιξούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο * + σφίξη] …   Dictionary of Greek

  • πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»